ξαρματώνω — ξαρματώνω, ξαρμάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαρματώνω — ξαρμάτωσα, ξαρματώθηκα, ξαρματωμένος 1. αφαιρώ τον οπλισμό, αφοπλίζω: Μα δεν τον ήλαχα ποτέ να τόνε ξαρματώσω (Ερωτόκριτος). 2. αφαιρώ αρματωσιά, αποσκευάζω, απογυμνώνω από τον εξοπλισμό. 3. το μέσ., ξαρματώνομαι αποβάλλω τα όπλα, αφοπλίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
αφοπλίζω — (AM ἀφοπλίζω) αφαιρώ από κάποιον τα όπλα, ξαρματώνω νεοελλ. 1. εξουδετερώνω τις αντιρρήσεις κάποιου 2. (για πλοίο) παροπλίζω … Dictionary of Greek
εκδύω — και εκδύνω και εκγδύνω (AM ἐκδύω και ἐκδύνω) 1. αφαιρώ τα ρούχα ή το περίβλημα, γδύνω 2. αποστερώ 3. μέσ. γδύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου αρχ. μσν. χάνω, αποβάλλω μσν. 1. ληστεύω, λεηλατώ 2. (για πλοία) ξαρματώνω 3. (για πόλη) αδειάζω 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
εξαρματώνω — και ξαρματώνω 1. αφαιρώ βίαια τα άρματα, τα όπλα, αφοπλίζω κάποιον 2. (για πλοίο) αφαιρώ την αρματωσιά, παροπλίζω 3. συνεκδ. προσβάλλω κάποιον με τον αφοπλισμό πού τού κάνω … Dictionary of Greek
ξαρμάτωμα — το [ξαρματώνω] 1. η αφαίρεση τού οπλισμού, ο αφοπλισμός 2. ναυτ. η αφαίρεση τής εξαρτίας τού πλοίου, παροπλισμός 3. μτφ. προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τών όπλων του … Dictionary of Greek
ξαρμάτωτος — η, ο [ξαρματώνω] 1. αυτός που έμεινε χωρίς οπλισμό, άοπλος, αφοπλισμένος 2. (για πλοίο) α) παροπλισμένος β) αυτός που δεν είναι εφοδιασμένος με επαρκή ή κατάλληλο εξοπλισμό … Dictionary of Greek
παροπλίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού 2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν τού αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και… … Dictionary of Greek
αφοπλίζω — όπλισα, ίστηκα, οπλισμένος 1. ξαρματώνω: Ο αστυνομικός κατόρθωσε να αφοπλίσει τον κακοποιό. 2. εξουδετερώνω τα επιχειρήματα κάποιου: Με αυτά που του είπες τον αφόπλισες. 3. αφαιρώ από πολεμικό πλοίο τον οπλισμό και τα χρειαζούμενα για να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)